- μυ
- (I)το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)(άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)].————————(II)μὺ και μῡ, το (Α)1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū-, ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, τού άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το μύζω* και πιθ. με τα μῦθος, μυῖα, μυκάομαι, μυκός, μύω].
Dictionary of Greek. 2013.